ἔμπεδος

ἔμπεδος
ἔμπεδος (A), ον, ([etym.] πέδον)
A in the ground, firm-set,

τεῖχος Il.12.12

;

λέχος Od.23.203

.
2 mostly of qualities, etc., steadfast, μένος, ἴς, Il.5.254, Od.11.393; φρένες, ἦτορ, νόος, Il.6.352, 10.94, 11.813; χρὼς ἔ. 19.33; of a person, ἔ. οὐδ' ἀεσίφρων (of Priam) 20.183; λίσσεται ἔμπεδον εἶναι [τὴν πομπήν] prays that it may be sure and certain, Od.8.30, cf. Pi.N.7.57;

δίκη δέ τοι ἔ. ἔστω καὶ θέμις A.R.4.372

, etc.; once in A., ἔ. σίνος a cleaving or clinging mischief, Ag.561;

ἔ. φρονήματα S.Ant.169

; συντρόφοις ὀργαῖς ἔ. continuing steadfast in . ., Id.Aj.640 (lyr.);

ἔμπεδα φωνεῖν Nic.Th.4

: [comp] Comp.

-ώτερος, νόος Luc.Salt. 85

.
3 of Time, lasting, continual,

φυλακή Il.8.521

;

κομιδή Od.8.453

;

αἰών Emp.17.11

;

δουλοσύνα Pi.P.12.14

;

χρῆμα Simon.85.1

(s.v.l.);

πόνος S.OC1674

(lyr.).
II neut. ἔμπεδον as Adv. (freq. in Hom.), στήλη μένει ἔ. stands fast, Il.17.434; Δαναοὶ Τρῶας μένον ἔ. firmly, 5.527; θέειν ἔ. run on and on, run without resting, 13.141;

ἔ. βρύουσα B.12.178

; strengthd.,

ἔ. αἰέν Il.16.107

;

ἔ. ἀσφαλὲς αἰεί 15.683

; μάλ' ἀσφαλέως θέεν ἔ. Od.13.86: pl., τίκτῃ δ' ἔμπεδα μῆλα the flocks bring forth without fail, 19.113;

δρύες ἔμπεδα ῥίζαις ἑστᾶσιν

firmly,

AP9.291

(Crin.): in Trag., ἴσθι τόδ' ἔμπεδον of a surety, S. Ph.1197 (anap.); more freq. regul. Adv. ἐμπέδως continually, Semon. 7.20 (nisi leg. -πεδῶς, cf. ἐμπεδής): so in Trag., constantly, firmly, A.Ag.854,975, Eu.335 (lyr.), S.Tr.487; also in later Prose, ἐ. οἶδα of a surety, Pl.Ax.372a; ἔτη τριάκοντα μείναντες ἐ. Plb.2.19.1, Porph. Abst.2.41.
III = χθόνιος, Hippon.113A.
------------------------------------
ἔμπεδος (B), ον, ([etym.] πέδη)
A fettered, Luc.Lex.10.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Ἔμπεδος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔμπεδος — in the ground masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έμπεδος — η, ο (AM ἔμπεδος, ον) 1. στερεά στηριγμένος στο έδαφος («ἔμπεδον τεῑχος») 2. σταθερός, αμετακίνητος στη σκέψη 3. (για κατάσταση, ιδιότητα) σταθερός, αμετάβλητος νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το έμπεδο στρατιωτική μονάδα σε καιρό επιστρατεύσεως που… …   Dictionary of Greek

  • έμπεδος — η, ο 1. ο στερεωμένος καλά στο έδαφος, ακλόνητος, ακράδαντος (κυριολ. και μτφ.). 2. (για καταστάσεις, ιδιότητες), σταθερός, αμετάβλητος, συνεχής. 3. το ουδ. ως ουσ., έμπεδο στατιωτική μονάδα που οργανώνεται σε καιρό πολέμου και αντικαθιστά στην… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐμπεδώτατα — ἔμπεδος in the ground adverbial superl ἔμπεδος in the ground neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμπέδως — ἔμπεδος in the ground adverbial ἔμπεδος in the ground masc/fem acc pl (doric) ἐμπεδόω confirm imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔμπεδον — ἔμπεδος in the ground masc/fem acc sg ἔμπεδος in the ground neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμπεδώτερος — ἔμπεδος in the ground masc nom comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἐμπέδοις — Ἔμπεδος masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμπέδοις — ἔμπεδος in the ground masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἐμπέδου — Ἔμπεδος masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”